φέλπα

φέλπα
η
(λ. ιταλ.), είδος βελούδου κατώτερης ποιότητας από μπαμπακερό ή μάλλινο ύφασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φέλπα — η, Ν βαμβακερό, συνήθως, ύφασμα με βραχύ πέλος σε απομίμηση τού βελούδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. felpa «ύφασμα χνουδωτό στη μία πλευρά του»] …   Dictionary of Greek

  • φελπένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φέλπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • φελπεδένιος — ια, ιο, Ν φελπένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα, κατ επίδραση τού βελουδένιος] …   Dictionary of Greek

  • φελπένιος, -ια, -ιο — και φελπεδένιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από φέλπα (βλ. λ.): Φελπένια φούστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”